τερψιλαρύγγιος

τερψιλαρύγγιος
-α, -ο
αυτός που ευχαριστεί το λάρυγγα, ο εύγευστος, ο νόστιμος: Λικέρ τερψιλαρύγγιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τερψιλαρύγγιος — α, ο και τερψιλάρυγγος, η, ο Ν 1. (κυρίως για ποτά ή για γλυκίσματα) αυτός που τέρπει τον λάρυγγα, πολύ εύγευστος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τερψιλαρύγγια τα ηδύποτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”